λοταρία

λοταρία
η
1) лотерея;

κερδίζω στη λοταρία — выигрывать в лотерею;

2) лото (игра)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λοταρία" в других словарях:

  • λοταρία — η (λ. ιταλ.), τυχερό παιχνίδι με λαχνούς, λαχείο: Έχασε την περιουσία του στη λοταρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοταρία — η 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο κερδίζουν μικροαντικείμενα οι τυχεροί που αναδεικνύονται με κλήρωση 2. κάθε είδος λαχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lotaria] …   Dictionary of Greek

  • λοταριτζής — και λοταρτζής, ο αυτός που διενεργεί λοταρία ή αυτός που παίζει σε λοταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοταρία + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • λοταρ(ι)τζής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει λοταρία: Του έφαγαν τα λεφτά οι λοταρτζήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λότ(τ)ο — το άκλ., και λότος, ο (λ. ιταλ.), λοταρία, λαχείο: Κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»